λαγουτάρης

λαγουτάρης
και λαουτάρης, ο (Μ λα[γ]ουτάρης και λα[γ]ουτάρις) [λαγούτο]
αυτός που παίζει λαούτο, λαουτιέρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”